πυρολάτρης — ο θηλ. ισσα 1. αυτός που λατρεύει τη φωτιά σαν θεία δύναμη. 2. οπαδός της ζωροαστρικής θρησκείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γκιαούρ — και γκιαούρης, ο κατά τους Μωαμεθανούς ο μη μουσουλμάνος, και ειδικότερα ο Χριστιανός, δηλ. ο άπιστος, ο αρνησίθεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. giaur «άπιστος» < (περσ.) gabr «πυρολάτρης»] … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
πυρολατρία — Λατρεία που απονέμεται στη φωτιά, ως υπερφυσική και θεία δύναμη. Η π. ανάγεται στους αρχαιότατους χρόνους της ανθρωπότητας και φαίνεται ότι είχε διαδοθεί σε όλο τον κόσμο, αφού λείψανα αυτής παρατηρήθηκαν και στην Αμερική. Λείψανα π.… … Dictionary of Greek
πυρολατρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρολατρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρολάτρης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Θρ. Ζουμπουλίδη] … Dictionary of Greek
πυρσολάτρης — ὁ, Μ (ιδίως ως επίθ. τών Περσών) πυρολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + λάτρης] … Dictionary of Greek
πυρσολατρεύω — Μ λατρεύω τη φωτιά, είμαι πυρολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + λατρεύω] … Dictionary of Greek